- ορώδης
- Όνομα βασιλιάδων των Πάρθων.
1. Ο. Α’ (1ος αι. π.Χ.). Ανήκε στη δυναστεία των Αρσακιδών. Ανέβηκε στον θρόνο το 54 π.Χ., αφού σκότωσε τον μεγαλύτερο αδελφό του Μιθριδάτη Γ’. Στα χρόνια του έγινε η μεγάλη καταστροφή του Κράσσου. Ο Ο. έδρασε ακόμα στη Συρία, στην Παλαιστίνη και στη Μικρά Ασία, και ενίσχυσε το βασίλειό του στα χρόνια του Πομπήιου, του Ιούλιου Καίσαρα και του Γάιου Κάσσιου. Πέθανε περίπου το 36 π.Χ.
2. Ο. B’. Γιος του Φραάτακου. Σκοτώθηκε από τους υπηκόους του για τη σκληρότητα του. Σώζονται νομίσματά του με ελληνικές επιγραφές.
* * *(I)και ορρώδης, -ες (Α ὀρώδης και ὀρρώδης, -ῶδες) [ορός]αυτός που μοιάζει με ορόνεοελλ.ιατρ. αυτός που αποτελείται ή παράγει υγρό που μοιάζει με τον ορό τού αίματος (α. «ορώδες εξίδρωμα» β. «ορώδης μηνιγγίτιδα»).————————(II)ὀρώδης, -ῶδες (Α) [όρος (II)]ορεινός, βουνήσιος.
Dictionary of Greek. 2013.